Κατακερματισμένος και αιμόφρικτος τριγυρνούσε περικυκλωμένος από τα παγερά τσιμέντα της πόλης, όσο η ψυχή μου τον φώναζε να’ρθει στα δάση.
Το γέλιο του απόκοσμο έντυνε τις πλατείες και καμιά παρέα δε γελούσε πια με τα παρωχημένα του αστεία.
Μου είχε πει πως κάθε φορά που βρέχει ,σαν τη βροχή κι αυτός θα γεννιόταν από τη μία άκρη του προσώπου μου και θα πέθαινε στην άλλη.
Καθώς γεννιόταν και πέθαινε, εγώ μέσα από δάση τον καλούσα μα ερχόταν κάθε φορά ο σκοτεινός-μαύρος του εαυτός και έτρεχα με δύναμη να κρυφτώ από το δολοφονικό του μένος.
Θυμάμαι μια φορά: έμεινα πίσω από κάτι βρυασμένα βράχια μέχρι η βροχή να σωπάσει κι αυτός να πεθάνει για τελευταία φορά λίγο πιο δίπλα από τη δεξιά μεριά του σαγονιού μου, όπως βλέπω εγώ.
Έκανα μια βόλτα και σαν σε παραμύθι ξεφύτρωναν γύρω και μπροστά μου ασπροκόκκινα μανιτάρια. Έκοψα ένα και το μάσησα δυνατά. Είχα κουραστεί πολύ από το δρόμο και πεινούσα. Συνέχισα να περπατάω και ασπροκόκκινα μανιτάρια συνέχισαν να φυτρώνουν στο δρόμο μου. Δίψασα. Δίψασα περισσότερο. Γκαγκάνιασα. Έκοψα ένα δεύτερο και το μάσησα να δροσιστώ.
Το μονοπάτι άρχισε να στροβιλίζεται, τα δέντρα να βγάζουν φωτιές, κίτρινα, πορτοκαλί και κόκκινα φύλλα να χορεύουν στον αέρα να σέρνονται στο δρόμο μου, να μπλέκονται στα μαλλιά μου κι ο ουρανός να μένει σταθερός και ακλόνητος.
Ένιωθα πραγματικά κουρασμένη από τις συνεχείς στροφές του μονοπατιού, από τη ρευστότητα του χώματος κι από τα ζογκλερικά των δέντρων, έκοψα ένα τρίτο ασπροκόκκινο μανιτάρι μπας και πάρω λίγη ενέργεια να φτάσω μέχρι το κατάλυμμά μου.
Κι εκεί, κάτω από τον σταθερό ουρανό με το μισό φεγγάρι, μέσα από τις αέρινες φιγούρες των δέντρων στην τελευταία στροφή του ρευστού φιδωτού μονοπατιού, τον είδα.
Είδα τον πιο πολύχρωμο εαυτό του, με δύο πλοκάμια να πλαισιώνουν το πρόσωπο και τον κορμό του και τα μακριά μαριονετένια χέρια του γεμάτα αγάπη να με προσκαλούν,
και πήγα.
Και ήταν υπέροχο να χορεύεις και να γίνεσαι φωτιά. Και μετά καπνός και να χάνεσαι μέσα σε έναν ακλόνητο ουρανό.